κηδεμονικῶς

French (Bailly abrégé)

adv.
avec sollicitude.
Étymologie: κηδεμονικός.

Russian (Dvoretsky)

κηδεμονικῶς: заботливо (ἔχειν πρός τινα Polyb.; πεποιηκέναι τι Luc.).