κηποφύλαξ
German (Pape)
[Seite 1432] ακος, ὁ, Gartenwächter, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
κηποφύλαξ: -ακος, ὁ, ὁ τὸν κῆπον φυλάττων, ἐπὶ τοῦ Πριάπου, Συλλ. Ἐπιγρ. 5960.
[Seite 1432] ακος, ὁ, Gartenwächter, Inscr.
κηποφύλαξ: -ακος, ὁ, ὁ τὸν κῆπον φυλάττων, ἐπὶ τοῦ Πριάπου, Συλλ. Ἐπιγρ. 5960.