κητήνη

English (LSJ)

πλοῖον μέγα ὡς κῆτος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1435] ἡ, nach Hesych. πλοῖον μέγα ὡς κῆτος.

Greek Monolingual

κητήνη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πλοῖον μέγα ὡς κῆτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος, πιθ. κατά το απήνη «τετράτροχη άμαξα»].