κιθώνη

English (LSJ)

Ion., = χιτώνη (q.v.), Milet.1(7).202.

Greek Monolingual

κιθώνη, ἡ (Α)
ιων. τ. χιτώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτώνη με μετάθεση της δασύτητας].