κιννάβαρις

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
cinabre, minerai de couleur rouge.
Étymologie: DELG emprunt prob. oriental.

Greek Monolingual

κιννάβαρις, -έως, ὁ (Α)
1. το κιννάβαρι
2. το ερυθρόδανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κιννάβαρι].