κιονίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, Dim. of κίων, uvula, Id.1.107, Aret.CA1.8; esp.when inflamed, Gal.14.305.

German (Pape)

[Seite 1441] ίδος, ἡ, dasselbe, bes. das Zäpfchen im Schlunde, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κῑονίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κίων, ἀλλ’ εὔχρηστον μόνον ὡς τὸ Λατ. columella, ἐπὶ τῆς σταφυλῆς, Ἀρεταῖ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 4, Ὀξέων Νούσ. Θεραπ. 1. 8.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιονίς -ίδος, ἡ [κίων] huig.