κιονικός

English (LSJ)

κιονική, κιονικόν, of a pillar, φαντασία Eust.1390.18.

German (Pape)

[Seite 1441] von der Säule, zur Säule gehörig, Eustath. 1390, 10; – zu Krankheiten am Zäpfchen (s. κιονίς) geneigt, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κῑονικός: -ή, -όν, (κίων) ἀνήκων εἰς κίονα, Εὐστάθ. 1390. 18. ΙΙ. (κίων ΙΙΙ) ὁ ἔχων ἐπίνοσον τὴν σταφυλήν, Γαλην. 14. 509.

Greek Monolingual

κιονικός, -ή, -όν (Μ) κίων
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κίονα.