κισήριον
English (LSJ)
τό, Dim. of κίσηρις, EM 515.28, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1442] τό, dim. zum Folgdn, E. M. 515, 28.
Greek (Liddell-Scott)
κισήριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἐτυμολ. Μέγ. 515. 28.
τό, Dim. of κίσηρις, EM 515.28, Glossaria.
[Seite 1442] τό, dim. zum Folgdn, E. M. 515, 28.
κισήριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἐτυμολ. Μέγ. 515. 28.