κιττοφόρος

English (LSJ)

Attic for κισσοφόρος.

Greek Monolingual

κιττοφόρος, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. κισσοφόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιττοφόρος -ον, ook κισσοφόρος [κιττός, φέρω] met klimop getooid.