κιχείω

French (Bailly abrégé)

sbj. ao.2 épq. de κιχάνω.

Russian (Dvoretsky)

κιχείω: (conjct. κιχείω, opt. κιχείην, inf. κιχήμεναι и κιχῆναι) Hom. = κιχάνω.