κλήθρινος

English (LSJ)

η, ον, of the alder, ξύλα Ath.Mech.17.15 (κλείθρ- codd.).

Greek Monolingual

κλήθρινος, -ίνη, -ον (Α) κλήθρα
αυτός που προέρχεται από το δέντρο κλήθρα («ξύλα κλήθρινα», Αθήν. Μηχ.).