κλαδευτήριον

English (LSJ)

τό,
A pruning-knife, Hsch. s.v.βράκετον.
II pl. κλαδευτήρια, τά, a festival at pruning-time, Id. s.v. βίσβην.

German (Pape)

[Seite 1445] τό, Messer zum Beschneiden der Bäume, bes. des Weinstocks, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κλᾰδευτήριον: τό, ὡς καὶ νῦν, κλαδευτῆρι, Ἡσύχ. ἐν λέξ. βράκετ(ρ)ον· ― πληθ. κλαδευτήρια, τά, ἑορτὴ κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ κλαδεύματος, ὁ αὐτ. ἐν λέξ. βίσβην.