κλεεννὸς

Greek (Liddell-Scott)

κλεεννὸς: ἢ κλεεινός, ή, όν, Λυρ. τύπος τοῦ κλεινός, πεφημισμένος, περίφημος, Σιμων. 121, Πινδ. Π. 4. 499., 5. 25, Σκόλ. παρ’ Ἀθην. 694D, Σωκράτ. ἐν Bgk. Λυρ. σ. 442.