κλειδίον

English (LSJ)

(on the accent v. Hdn.Gr.1.356), τό, Dim. of κλείς,
A little key, κλειδία… Λακωνίκ' ἄττα, τρεῖς ἔχοντα γομφίους Ar.Th.421, cf. Fr. 16, IG22.1533.27 (iv B.C.); τὸ κ. τοῦ οἰκήματος Arist.Mir.832b23: without dimin. sense, τὰ κ. τῶν οὐρανῶν Porph.Chr.26.
2 stopcock, Hero Spir.1.24, POxy.2146.7 (iii A.D.).
II = κλείς III, of the tunny, Ath.7.315d; cf. κλιδία.
III a kind of astringent pill, Gal.13.87,290, Paul.Aeg.3.40; or astringent suppository, κ. ὑπόθετον Alex.Trall.9.3. (κλῃδ- is not found.)

German (Pape)

[Seite 1447] τό, ion. κληΐδιον, dim. von κλείς, kleines Schloß, Ar. Th. 421 u. Sp. – Auch das Schlüsselbein, clavicula. – Das Bruststück eines großen Seefisches, Ath. VII, 315 d. – Bei Galen. = Pille.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite clef.
Étymologie: dim. de κλείς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλειδίον -ου, τό, demin. van κλείς, sleuteltje.

Russian (Dvoretsky)

κλειδίον: τό ключик Arph., Arst.

Greek Monolingual

κλειδίον, τὸ (AM)
βλ. κλειδί.

Greek Monotonic

κλειδίον: τό, υποκορ. του κλείς, μικρό κλειδί, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κλειδίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κλείς, μικρὸν κλειδί, κλειδία… Λακωνίκ’ ἄττα, τρεῖς ἔχοντα γομφίους Ἀριστοφ. Θεσμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 120· τὸ κλ. τοῦ οἰκήματος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 32. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. κλεὶς ΙΙΙ. ΙΙΙ. καταπότιον, Γαλην. τ. 13, σ. 550, 615, κλ.

Middle Liddell

κλειδίον, ου, τό, [Dim. of κλείς
a little key, Ar.