κλειδᾶς

English (LSJ)

ᾶ, ὁ, = κλειδοποιός, prob. in BGU429.14 (ii/iii A.D.).

Greek Monolingual

ο (AM κλειδᾱς, -ᾱ) κλεις
αυτός που κατασκευάζει κλειδιά, κλειδαράς.