κλεισιάς

Greek (Liddell-Scott)

κλεισιάς: κλείσιον, ἴδε ἐν λέξ. κλισιάς, κλίσιον.

French (Bailly abrégé)

c. κλισιάς.

German (Pape)

s. κλισιάς.