κλεπτοάγιος

Greek Monolingual

κλεπτοάγιος, ὁ (Μ)
αυτός που κλέβει τις εκκλησίες, ο ιερόσυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + ἅγιος. Προσδιοριστικό σύνθ. με αντίστροφη από τη συνήθη διάταξη τών συνθετικών του].