κλεπτοτελωνώ
Greek Monolingual
κλεπτοτελωνῶ, -έω (AM)
κάνω λαθρεμπόριο («εἰ μέντοι παρὰ τὸ δοκοῦν τολμήσωσί τι, ἤγουν, τὸ λεγόμενον, κλεπτοτελωνήνουσιν», Μέν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κλεπτοτελώνης].
κλεπτοτελωνῶ, -έω (AM)
κάνω λαθρεμπόριο («εἰ μέντοι παρὰ τὸ δοκοῦν τολμήσωσί τι, ἤγουν, τὸ λεγόμενον, κλεπτοτελωνήνουσιν», Μέν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κλεπτοτελώνης].