κλεπτός

German (Pape)

[Seite 1449] gestohlen, verstohlen. Über κλέπτον s. κλέπτω.

Greek Monolingual

-ή, -ό
βλ. κλεφτός.

Russian (Dvoretsky)

κλεπτός: adj. verb. к κλέπτω.