κλεψιμαίικος

Greek Monolingual

-η, -ο κλεψιμαίος
1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος
2. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα κλεψιμαίικα
τα πράγματα που προέρχονται από κλοπή, τα κλεψιμιά.