κληδόνιος

English (LSJ)

α, ον, giving an omen, = πανομφαῖος, title of Zeus, Sch.Il.8.250, Eust.169.27.

German (Pape)

[Seite 1450] der eine Vorbedeutung giebt, Erkl. von πανομφαῖος, Schol. Il. 8, 250.

Greek (Liddell-Scott)

κληδόνιος: -α, -ον, παρέχων οἰωνόν, προσημαίνων τι, προμηνύων, Εὐστ. 169. 27.

Greek Monolingual

κληδόνιος, -ία, -ον (AM) κληδών
1. αυτός που παρέχει οιωνούς στους ανθρώπους, αυτός που προσημαίνει, που προμηνύει κάτι
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Κληδόνιος
επίκληση του Διός και του Ερμή.