κλομπ

Greek Monolingual

το
βαρύ ρόπαλο, μερικές φορές με μεταλλική κεφαλή, το οποίο χρησιμοποιείται ως όπλο χειρός ή βολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. club «ρόπαλο»].