κλουβός

English (LSJ)

ὁ, later form for κλωβός, Tz.H.5.602, Glossaria; kiln, POxy. 1923.14 (v/vi A.D.):—Dim. κλουβίον, τό, small cage, PTeb.413.14 (ii/iii A.D.):—written κλουίον, crate, ᾠῶν POxy.936.5 (iii A.D.).

Greek Monolingual

κλουβός, ὁ (AM)
κλωβός
μσν.
κελλί μοναχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κλωβός
βλ. και κλουβί].