κλυστήριον

English (LSJ)

τό, Dim. of κλυστήρ, Gal. 7.443.

German (Pape)

[Seite 1457] τό, wie κλυστήρ, sowohl Klyltierspritze als Klystier, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κλυστήριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κλυστήρ, μόνον παρὰ Ζωναρ. Λεξ. 1220· κλυστηρίδιον, τό, παρὰ Παύλ. Αἰγ. 3. 23.