κλυτοτεχνικός

English (LSJ)

ή, όν; τὸ αὐτοῦ κ. his fame in art, Eust.1148.57.

Greek Monolingual

κλυτοτεχνικός, -ή, -όν (Μ) κλυτοτέχνης
αυτός που ανήκει στην κλυτοτεχνία («διὰ τὸ αὐτοῦ κλυτοτεχνικόν», Ευστ.).

German (Pape)

s. κλυτοτέχνης.