κλωβίον

English (LSJ)

τό, Dim. of κλωβός, small cage, Eust. ad D.P. 1134, Hdn. Epim. 72.

German (Pape)

[Seite 1458] τό, dim. zum Folgdn, Eust. zu Dion. Per. 1131.

Greek (Liddell-Scott)

κλωβίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κλωβός, μικρὸς κλωβός, Εὐστάθ. εἰς Διον. Περ. 1131, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 22, καὶ Βυζ.· ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

κλωβίον, το (Μ)
βλ. κλουβί.