κλωνίον

English (LSJ)

v. sub κλών.

German (Pape)

[Seite 1458] τό, dim. von κλών; Hel. 2 (XII, 256); Ath. XV, 680 a; Theophr.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de κλών.

Greek Monotonic

κλωνίον: τό, υποκορ. του κλών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κλωνίον: τό веточка Plut., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλωνίον -ου, τό, dimin. van κλών, takje.

Middle Liddell

κλωνίον, ου, τό, [Dim. of κλών, Anth.]