κλωστήριον

English (LSJ)

τό, spun thread, dub. in Ostr.1525 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1459] der gesponnene Faden, Sp.; auch κλῶστρον

Greek (Liddell-Scott)

κλωστήριον: τό, = κλῶσμα, Κ. Μανασσ.· κατὰ Ἀρίστανδρ. καὶ Καλλιθ. 7, 47, ἐν τοῖς Ἐρωτ. Συγγρ. R. Hercher τ. 2, σ. 572.