Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κλότσος
Greek Monolingual
ο (Μ κλότσος) κλοτσιά νεοελλ. φρ. «είναι του κλότσου και του μπάτσου» — για άνθρωπο στον οποίο οι άλλοι δεν δίνουν καμιάσημασία και τον κάνουν ό,τι θέλουν. [ΕΤΥΜΟΛ.< μσν. λατ. calcioφτέρνα, λάκτισμα» < λατ. calx, -cis «φτέρνα»].