κνίφω
English (LSJ)
κνιφιάω, cited without expl. by Hdn.Gr.2.949.
Greek (Liddell-Scott)
κνίφω: κνιφιάω, ἴσως = κνιπόω, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 43.
κνιφιάω, cited without expl. by Hdn.Gr.2.949.
κνίφω: κνιφιάω, ἴσως = κνιπόω, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 43.