κναφήιον

Greek (Liddell-Scott)

κνᾰφήιον: τό, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κναφεῖον, Ἡρόδ. 4. 14.

Greek Monolingual

κναφήιον, τὸ (AM)
βλ. γναφείο.

Greek Monotonic

κνᾰφήιον: τό, Ιων. αντί κναφεῖον.