κνημιαῖος

English (LSJ)

α, ον, of the calf or leg, Hp.Oss.16 (written κνημαῖος Gal.19.112).

German (Pape)

[Seite 1460] = κνημαῖος, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κνημιαῖος: -α, -ον, = κνημαῖος, Ἱππ. 279. 19· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 556.

Greek Monolingual

και κνημαίος, -α, -ο (AM κνημιαῖος και κνημαῖος, -αία, -ον) κνήμη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κνήμηκνημιαίος μυς»).