κνημιδωτός

English (LSJ)

v. κνημιδοφόρος.

German (Pape)

[Seite 1460] (wie von κνημιδόω), mit Beinschienen versehen.

Greek (Liddell-Scott)

κνημῑδωτός: -ή, -όν, ὡς ἐκ ῥήματ. κνημιδόω, ἔχων, φορῶν κνημῖδας, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κνημιδωτός, -ή, -όν (Α) κνημίς
κνημιδοφόρος.