κνιδώδης
Greek Monolingual
ες κνίδη
1. αυτός που έχει σχέση με την κνίδωση
2. χαρακτηρισμός διαφόρων εξανθημάτων του δέρματος που έχουν μορφή κνίδωσης.
ες κνίδη
1. αυτός που έχει σχέση με την κνίδωση
2. χαρακτηρισμός διαφόρων εξανθημάτων του δέρματος που έχουν μορφή κνίδωσης.