[Seite 1463] εσσα, εν, richtiger κνισήεις, voll von Fettdampf, von Opferduft; κνισσῆεν δῶμα Od. 10, 10; Hesych. erkl. εὐῶδες. Vgl. das dor. κνισσάεις.
v. κνισήεις.
κνισσήεις, -εσσα, -εν (Α)(εσφ. γρφ.) κνισήεις.