κνωδάκιον

English (LSJ)

τό, Dim. of κνώδαξ, pivot, ib.1.38.

German (Pape)

[Seite 1464] τό, dim. von κνώδαξ, Hero Spirit.

Greek (Liddell-Scott)

κνωδάκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κνώδαξ, Ἀρχ. Μαθ. σ. 191.

Greek Monolingual

κνωδάκιον, τὸ (Α)
μικρός άξονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαξ, -ακος + υποκορ. κατάλ. -ιον].