κνώδακες

Greek (Liddell-Scott)

κνώδᾱκες: οἱ, (ὀδοὺς) κέντρα, ἐφ’ ὧν ὡς ἐπὶ ἄξονος στρέφεταί τι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 93, Ὀρφ. Ἀποσπ. 2. 25, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 197.