κοιλήπατα

English (LSJ)

τά, giblets of poultry, Gloss.

Greek Monolingual

κοιλήπατα, τὰ (Α)
εντόσθια όρνιθας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ-ία + ἤπατα «εντόσθια», πληθ. του ἦπαρ].