κοιλαντικός

German (Pape)

[Seite 1466] zum Aushöhlen geschickt, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλαντικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ κοιλαίνειν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μ. Ἐτυμ.

Greek Monolingual

-ή, -ό κοιλαίνω
ο κατάλληλος στο να κοιλαίνει.