κοιλιάδελφοι

Greek Monolingual

οι
δίδυμα τερατογενή έμβρυα κολλημένα στην υπογάστρια κοιλιακή χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + αδελφοί, με αναβιβασμό του τόνου εν συνθέσει].