κοινοβούλιον

English (LSJ)

τό, common council, Plb.28.19.1, Str.8.7.3, OGI490.12 (Apamea, ii A.D.), 568.11 (Tlos, iii A.D.), etc.; place of assembly, App.BC1.51.

German (Pape)

[Seite 1468] τό, Ratsversammlung; καταγράφειν Pol. 28, 16, 1; συνάγειν Strab. VIII, 385; App. B. C. 1, 51.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοβούλιον: τό, κοινὴ βουλή, συνέδριον, Πολύβ. 28. 16, 1. Στράβ. 385· ὡς καὶ νῦν τόπος συνεδριῶν, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 51.

Russian (Dvoretsky)

κοινοβούλιον: τό общее собрание, совещание, совет Polyb.