κολερός

German (Pape)

[Seite 1473] (κόλοςἔριον), ά, όν, kurzwollig, kurzhaarig, ὄϊες, Arist. H. A. 8, 10.

Greek (Liddell-Scott)

κολερός: ά, ον, (κόλος) ἔχων βραχὺ ἔριον, ὄϊες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10, 5.

Russian (Dvoretsky)

κολερός: κόλος короткошерстый (ὄϊες Arst.).