κολλήεις
English (LSJ)
κολλήεσσα, κολλήεν, (κόλλα) glued together, close-joined, ξυστά Il.15.389, cf. 678; ἅρματα Hes.Sc.309.
German (Pape)
[Seite 1473] εσσα, εν, zusammengeleimt, festgefugt; ξυστά Il. 15, 389; ἅρματα Hes. Sc. 309.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
bien ajusté.
Étymologie: *κολλός, de κέλλω, non de κόλλα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολλήεις -ήεσσα -ῆεν [κόλλα] stevig verbonden, hecht samengevoegd.
Russian (Dvoretsky)
κολλήεις: ήεσσα, ῆεν крепко сбитый, сколоченный (ξυστά Hom.; ἅρματα Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
κολλήεις: εσσα, εν, (κόλλα) συγκεκολλημένος, στενῶς συνηνωμένος, ξυστὰ Ἰλ. Ο. 389, πρβλ. 677· ἅρματα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 309.
English (Autenrieth)
(κολλάω): ξυστὰ ναύμαχα κολλήεντα, ship-spears united with rings, Il. 15.389†.
Greek Monolingual
κολλήεις, -εσσα, -εν (Α) κόλλα
συγκολλημένος, ενωμένος με κόλλα.