κολλουρίς
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, marsh-mallow, Glossaria.
Greek Monolingual
κολλουρίς, -ίδος, ἡ (Α) κόλλουρος
είδος φυτού που φύεται σε ελώδεις τόπους.
-ίδος, ἡ, marsh-mallow, Glossaria.
κολλουρίς, -ίδος, ἡ (Α) κόλλουρος
είδος φυτού που φύεται σε ελώδεις τόπους.