κολυμβίζω (Μ)κολυμβώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκολύμβησα του κολυμβῶ κατά το σχήμα γέμισα: γεμίζω.