κολύμβησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, pearl-fishery, Peripl.M.Rubr.35 (pl.), 58, Sch.Ptol.Geog.6.7.11.

German (Pape)

[Seite 1476] ἡ, das Untertauchen, Schwimmen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κολύμβησις: -εως, ἡ, κολύμβημα, Ἀρρ. Περίπλ. 175, Πτολ.