κομμίδιον

English (LSJ)

τό, Dim. of κόμμι, Hippiatr. 11, Sch. Nic. Al. 109.

German (Pape)

[Seite 1478] τό, dim. zum Vorigen, 81. B. v. Ἠλεκτρίδες, Schol. Nic. Al. 110 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κομμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόμμι, Γαλην.

Greek Monolingual

κομμίδιον, τὸ (AM)
υποκορ. του κόμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι + υποκορ. κατάλ. -ίδιον].