κοννοφόρος
English (LSJ)
ον, = σκολλυφόρος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1482] einen Haarzopf tragend, Hesych.
Greek Monolingual
κοννοφόρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) σκολλυφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόννος + -φόρος (< φέρω)].
ον, = σκολλυφόρος, Hsch.
[Seite 1482] einen Haarzopf tragend, Hesych.
κοννοφόρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) σκολλυφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόννος + -φόρος (< φέρω)].