κονταριά

Greek Monolingual

και κονταρά, η (Μ κονταρέα και κονταριά και κονταρά) [[[κοντάρι]](ον)]
χτύπημα με κοντάρι («εις τ' άρματα τσι κεφαλής δυο κονταρές χτυπούσι», Ερωτόκρ.).