κοπροσκυλιάζω

Greek Monolingual

και κοπροσκυλώ, -άω κοπρόσκυλο
(για πρόσ.) είμαι κοπρίτης, περιφέρομαι σαν κοπρόσκυλο, είμαι τεμπέλης.